σμύχω

σμύχω
Α
1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω
2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.)
3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.)
4. παθ. σμύχομαι
μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *(s)meukh- / (s)meug- «καπνίζω, καπνός», συνδέεται με αρμ. mux «καπνός», ιρλδ. mūch «καπνός» και προϋποθέτει τ. που περιέχει ηχηρό ληκτικό σύμφωνο (πρβλ. αγγλοσαξ. smēocan «καπνίζω», αγγλ. smoke «καπνίζω, καπνός»). Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί αν το -χ- τού ελλ. τ. ανήκει στο θ. ή αν πρόκειται για το ενεστωτικό επίθημα -χω (πρβλ. σμή-χω, τρύ-χω, ψύ-χω), το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει εμφατικά το τέλος τής ενέργειας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμύχω — σμύ̱χω , σμύχω burn in a slow pres subj act 1st sg σμύ̱χω , σμύχω burn in a slow pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμῦξαι — σμύχω burn in a slow aor imperat mid 2nd sg σμύχω burn in a slow aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασμύχει — διασμύ̱χει , διά σμύχω burn in a slow pres ind mp 2nd sg διασμύ̱χει , διά σμύχω burn in a slow pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασμύχοντι — διασμύ̱χοντι , διά σμύχω burn in a slow pres part act masc/neut dat sg διασμύ̱χοντι , διά σμύχω burn in a slow pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισμύχουσι — περισμύ̱χουσι , περί σμύχω burn in a slow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περισμύ̱χουσι , περί σμύχω burn in a slow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυχόμενον — σμῡχόμενον , σμύχω burn in a slow pres part mp masc acc sg σμῡχόμενον , σμύχω burn in a slow pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμύξαντα — σμύ̱ξαντα , σμύχω burn in a slow aor part act neut nom/voc/acc pl σμύ̱ξαντα , σμύχω burn in a slow aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμύξω — σμύ̱ξω , σμύχω burn in a slow aor subj act 1st sg σμύ̱ξω , σμύχω burn in a slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμύχει — σμύ̱χει , σμύχω burn in a slow pres ind mp 2nd sg σμύ̱χει , σμύχω burn in a slow pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμύχοντα — σμύ̱χοντα , σμύχω burn in a slow pres part act neut nom/voc/acc pl σμύ̱χοντα , σμύχω burn in a slow pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”